- όνειος
- εία, ο ν уст. ослиный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄνειος — of an ass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνειος — (I) α, ο (Α όνειος, εία, ον) [όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, γαιδουρήσιος, ή αυτός που προέρχεται από όνο («ὄνειος ἀσκός», Πολ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνεία α) δέρμα, δορά όνου β) ασκός κατασκευασμένος από δέρμα όνου 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ὀνείων — ὄνειος of an ass fem gen pl ὄνειος of an ass masc/neut gen pl ὀνεῖον ass stable neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄνειον — ὄνειος of an ass masc acc sg ὄνειος of an ass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείην — ὄνειος of an ass fem acc sg (epic ionic) ὀνεία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείης — ὄνειος of an ass fem gen sg (epic ionic) ὀνεία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείοις — ὄνειος of an ass masc/neut dat pl ὀνεῖον ass stable neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείοισιν — ὄνειος of an ass masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀνεῖον ass stable neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείου — ὄνειος of an ass masc/neut gen sg ὀνεῖον ass stable neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείους — ὄνειος of an ass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείῳ — ὄνειος of an ass masc/neut dat sg ὀνεῖον ass stable neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)